ροκφόρ

ροκφόρ
το, Ν
άκλ. ειδικός τύπος γαλλικού τυριού που φέρει στο εσωτερικό του μύκητες τού γένους πενικίλλιο, το οποίο παρασκευάζεται από πρόβειο γάλα και ωριμάζει αποκλειστικά σε υπόγειους χώρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. τοπωνύμιο Roquefort].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ροκφόρ — το (λ. γαλλ.), άκλ., είδος γαλλικού τυριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπηλιά — Λέγεται και σπήλαιο. Φυσική υπόγεια κοιλότητα, που συγκοινωνεί με την επιφάνεια με κάποιο άνοιγμα ή είναι εντελώς κρυμμένη κάτω από αυτή. Η δημιουργία της οφείλεται πολλές φορές στις μεταπτώσεις του φλοιού της γης, στην επίδραση των κυμάτων κοντά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”